- τζίβα
- η, Ν1. τεχνολ. φυτική ίνα που λαμβάνεται από τα σπέρματα τού τροπικού δένδρου κεΐβη, αλλ. καπόκ2. η ζίβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ceiba < ισπ. ceiba).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζίβα — η 1. χόρτο με ίνες που μ’ αυτό γεμίζουν στρώματα, μαξιλάρια κτλ. 2. σκοινί από τζίβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζίβα — και τζίβα και τσίβα, η 1. ινώδες χόρτο για γέμισμα στρωμάτων 2. σχοινί από τζίβα που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σφαίριση — Πανάρχαιη προσφιλής ασχολία για ψυχαγωγικούς και αθλητικούς σκοπούς. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Μεξικάνοι, οι Ρωμαίοι και οι Κινέζοι έπαιζαν με σφαίρες (μπάλες), διαφορετικού σχήματος, μεγέθους και… … Dictionary of Greek
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek